τριετία — τριετίᾱ , τριετία period of three years fem nom/voc/acc dual τριετίᾱ , τριετία period of three years fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριετίᾳ — τριετίαι , τριετία period of three years fem nom/voc pl τριετίᾱͅ , τριετία period of three years fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριετία — η, ΝΜΑ [τριετής] χρονική περίοδος τριών ετών … Dictionary of Greek
τριετίας — τριετίᾱς , τριετία period of three years fem acc pl τριετίᾱς , τριετία period of three years fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριετίαν — τριετίᾱν , τριετία period of three years fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γερουσία — Συνέδριο γερόντων, συνήθως αριστοκρατικής καταγωγής, που συσκέπτονται για τα κοινά ως πολιτικό σώμα. Ο θεσμός της γ. είναι πολύ παλιός και η πρώτη γνωστή σε μας γ. ήταν οι γέροντες στα προομηρικά και ομηρικά χρόνια που συμβούλευαν τον άνακτα και… … Dictionary of Greek
άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… … Dictionary of Greek
εφεύρεση — Επινόηση (δημιουργία) ενός αντικειμένου, που δεν υπήρχε στη φύση και το οποίο είναι κατάλληλο για να ικανοποιήσει καθορισμένες ανθρώπινες ανάγκες. Η ε. διαφέρει συνεπώς από την ανακάλυψη, η οποία, αντίθετα, είναι η αναγνώριση και η πιθανή… … Dictionary of Greek
μακάριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πολιτικός, που μαρτύρησε με σπαθί στην Αλεξάνδρεια επί Δεκίου μαζί με τον Ανδρέα (3ος αι. μ.Χ.). Η μνήμη του τιμάται στις 6 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην Αφρική επί Δεκίου (3ος αι.… … Dictionary of Greek
ολόχρονος — η, ο (Α ὁλόχρονος, ον) νεοελλ. αυτός που διαρκεί όλο τον χρόνο, ετήσιος αρχ. (για χρονικό διάστημα) ολόκληρος («ὁλόχρονος τριετία» τρία ολόκληρα χρόνια). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + χρόνος (< χρόνος), πρβλ. μακρό χρονος] … Dictionary of Greek